- Πιατσέντσα
- (Piacenza). Πόλη της βόρειας Ιταλίας στην Eμίλια–Ρομάνια, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, χτισμένη στη δεξιά όχθη του Πάδου. Από τα μέσα σχεδόν του 20ού αι. άρχισε να επεκτείνεται και έξω από τα τείχη, είτε προς την Αλεξάνδρεια, είτε ακόμα μακρύτερα, κατά μήκος της βία Eμίλια. Εκτός από τον μεγάλο αυτοκινητόδρομο κατά μήκος του Πάδου, σιδηροδρομικές γραμμές διασχίζουν την πόλη και τη συνδέουν με το Μιλάνο, την Μπολόνια, την Αλεξάνδρεια, το Τορίνο και την Κρεμόνα. Έχει ανεπτυγμένη γεωργία (σιτηρά, αμπέλια, πατάτες, τεύτλα, φρούτα) και βιομηχανία (ζάχαρης, οίνου, χαρτιού, μηχανοκατασκευές, εριουργία). Υπάρχουν ακόμα στην περιοχή κοιτάσματα μεθανίου και πετρελαίου. Στην Π. διακρίνονται έως σήμερα ο περίβολος των τειχών του αρχαίου κάστρου, λείψανα των ρωμαϊκών λουτρών στην πλατεία της Μητρόπολης και ενός μεγάλου αμφιθέατρου που καταστράφηκε το 69 μ.Χ. Από τα μεσαιωνικά μνημεία σπουδαιότερα θεωρούνται ο καθεδρικός ναός (1122-1123), ρομανογοτθική κατασκευή λομβαρδικού ρυθμού, με καμπαναριό του 1341 και έργα μεγάλων καλλιτεχνών στο εσωτερικό του, το γοτθικού ρυθμού Δημαρχείο (1281) και οι εκκλησίες του Αγίου Αντωνίου (11ος αι.) και του Αγίου Φραγκίσκου (1278). Από την εποχή της Αναγέννησης σώζονται τρεις ενδιαφέροντες ναοί, δημιουργήματα του Α. Τραμέλο: ο Άγιος Σίξτος (1499-1511), όπου βρισκόταν μέχρι το 1754 η Μαντόνα Σιξτίνα του Ιταλού ζωγράφου Ραφαήλ, ο Άγιος Τάφος (1488) και η Παναγία των Αγρών (1522-1528). Υπάρχει ακόμα σχεδόν πλήρες το ανάκτορο Φαρνέζε, χτισμένο από τη Μαργαρίτα της Αυστρίας (1558-1593) πάνω σε σχέδια του Φ. Πακιότι. Σημαντικότερα δείγματα του ρυθμού μπαρόκ είναι οι ναοί του Άγιου Αυγουστίνου (1573), της Αγίας Τερέζας (1650) και του Aγίου Ραϊμόνδου, (1733), καθώς και τα ανάκτορα των Μερκάντε (1677), των Πετρούτσι κ.ά. Νεοκλασικά είναι το κυβερνητικό μέγαρο (1781) και το Δημοτικό θέατρο (1804), έργα του Λ. Τόμπα. Στο πολιτικό μουσείο περιέχονται συλλογές ρωμαϊκών και μεσαιωνικών αντικειμένων, μεγάλης αξίας μωσαϊκά και πίνακες γνωστών ζωγράφων. Η ομώνυμη επαρχία (2.590 τ. χλμ. π.) βρίσκεται στη βορειοδυτική Eμίλια-Ρομάνια, στα σύνορα με τη Λομβαρδία, το Πεδεμόντιο και τη Λιγυρία. Στην περιοχή καλλιεργούνται δημητριακά, πατάτες και τεύτλα και είναι αρκετά ανεπτυγμένη η βιομηχανία (γαλακτομικά προϊόντα, κονσερβοποιίες, ζαχαροβιομηχανίες κ.ά.). Ιστορία. Πρόκειται για την αρχαία Πλακεντία, αποικία που ιδρύθηκε από τους Ρωμαίους γύρω στο 218 π.Χ. Αντιστάθηκε στις επιθέσεις του Αννίβα (218 π.Χ.), του Ασδρούβα (207 π.Χ.) και λεηλατήθηκε από τους Κέλτες και τους Λιγυρίους (200 π.Χ.). Κοντά της οι Μαρκομάνοι νίκησαν τον Αυρηλιανό (271 μ.Χ.), ενώ ο Ουρβανός B΄ συγκάλεσε εκεί σύνοδο για να καταπολεμήσει τον Ερρίκο Δ΄ (Μάρτιος 1095). Μέλος της B΄ Λομβαρδικής Ένωσης, η πόλη απέκτησε πανεπιστήμιο που ιδρύθηκε το 1248 από τον Ιννοκέντιο Δ΄. Μετά από διάφορες πολιτικές περιπέτειες, όπως μια σύντομη δημοκρατία (1447-1448), δόθηκε από τον πάπα Παύλο Γ΄ στον γιο του Πιέτρο Λουίτζι Φαρνέζε ως δουκάτο της Πάρμας και Πλακεντίας. Η συνθήκη του 1738 παραχώρησε την πόλη στην Αυστρία, ενώ η συνθήκη της Μαδρίτης (1801) την ένωσε με τη Γαλλία, ο δε Ναπολέων έδωσε τον τίτλο του δούκα της Πλακεντίας στον αρχιθησαυροφύλακά του Λεμπρέν (1808). Η αυτοκράτειρα Μαρία Λουίζα ήταν δούκισσα της Πάρμας και Πλακεντίας (1815-1847). Ο τελευταίος δούκας Ροβέρτος αναγκάστηκε να παραιτηθεί και το έδαφος προσαρτήθηκε στο Πεδεμόντιο (1860).
Dictionary of Greek. 2013.